- εὐάκουστος
- εὐάκουστος [ᾰ], ον,A = εὐήκοος 1.3,
Ἡρακλῆς IG14.904
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἡρακλῆς IG14.904
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευάκουστος — εὐάκουστος, ον (Α) (για θεούς) επιγρ. αυτός που ακούει, εισακούει πρόθυμα, ο ευήκοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακουστός (< ακούω), πρβλ. αν άκουστος, ανυπ άκουστος] … Dictionary of Greek
εὐάκουστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάκουστα — εὐάκουστος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)